- ασφαλτοστρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, σκεπάζω με άσφαλτο δρόμο, πλατεία κτλ.: Επιτέλους τον ασφαλτόστρωσαν το δρόμο μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασφαλτοστρώνω — ασφαλτοστρώνω, ασφαλτόστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασφαλτοστρώνω — καλύπτω δρόμο, πλατεία κ.λπ. με άσφαλτο … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωση — η επίστρωση δρόμου, πλατείας κ.λπ. με άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο ασφαλτόστρωσις, μαρτυρείται το 1888 από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωτος — η, ο ασφαλτοστρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή (1809 1892)] … Dictionary of Greek
ασφαλτώνω — (Α ἀσφαλτῶ, όω) ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου … Dictionary of Greek
κατασφαλτώ — κατασφαλτῶ, όω (Μ) επιστρώνω, σκεπάζω εντελώς με άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσφαλτῶ «ασφαλτοστρώνω»] … Dictionary of Greek
ασφαλτώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ασφαλτοστρώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)